- ψαράδικος
- -η, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα ή στον ψαρά, ο αλιευτικός.2. το ουδ. ως ουσ., ψαράδικο το ψαροκάικο, το αλιευτικό πλοιάριο.3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ψαράδικα τα ιχθυοπωλεία, η ψαραγορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.